ανθόξανθο

ανθόξανθο
(anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του γένους, στην ελληνική χλωρίδα απαντάται το α. το εύοσμον,που φύεται σε λιβάδια και δάση και αποτελεί πολύ καλή τροφή για τα ζώα, διότι είναι πρώιμο. Έχει ευχάριστο άρωμα που οφείλεται στην αρωματική ουσία κουμαρίνη που περιέχει. Η κουμαρίνη χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Άλλο ελληνικό είδος είναι το α. τοκομψό,που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις τοποθεσίες των Ιόνιων νησιών, της Μεθώνης και της Κρήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”