- ανθόξανθο
- (anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του γένους, στην ελληνική χλωρίδα απαντάται το α. το εύοσμον,που φύεται σε λιβάδια και δάση και αποτελεί πολύ καλή τροφή για τα ζώα, διότι είναι πρώιμο. Έχει ευχάριστο άρωμα που οφείλεται στην αρωματική ουσία κουμαρίνη που περιέχει. Η κουμαρίνη χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Άλλο ελληνικό είδος είναι το α. τοκομψό,που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις τοποθεσίες των Ιόνιων νησιών, της Μεθώνης και της Κρήτης.
Dictionary of Greek. 2013.